συγκεφαλαιῶ

συγκεφαλαιῶ
συγκεφαλαιόω
bring together under one head
pres subj act 1st sg
συγκεφαλαιόω
bring together under one head
pres ind act 1st sg
συγκεφαλαιόω
bring together under one head
pres subj act 1st sg
συγκεφαλαιόω
bring together under one head
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συγκεφαλαιώνω — συγκεφαλαιῶ, όω, ΝΜΑ [κεφαλαιῶ] επαναλαμβάνω συνοπτικά όσα είπα ή έγραψα εκτεταμένα, συνοψίζω («νῡν περὶ ψυχῆς τὰ λεχθέντα συγκεφαλαιώσαντες», Αριστοτ.) μσν. αρχ. μέσ. συγκεφαλαιοῡμαι, όομαι συντίθεμαι, συναποτελούμαι («τὴν τριάδα εἰς μονάδα… …   Dictionary of Greek

  • συγκεφαλαίωμα — τὸ, Α [συγκεφαλαιώ] το ολικό άθροισμα …   Dictionary of Greek

  • συγκεφαλαίωση — η / συγκεφαλαίωση, ώσεως, ΝΑ [συγκεφαλαιῶ] σύνοψη, περιληπτική έκθεση, ανακεφαλαίωση («συγκεφαλαίωσις τῶν ἐπὶ μέρους εἰς τὸ καθόλου», Σέξτ. Εμπ.) αρχ. 1. άθροισμα αριθμών 2. εγγραφή σε κατάλογο ή κατάστιχο …   Dictionary of Greek

  • συγκεφαλαιωτικός — ή, ό / συγκεφαλαιωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [συγκεφαλαιῶ] ο σχετικός με τη συγκεφαλαίωση ή αυτός που συγκεφαλαιώνει, συνοπτικός («ἡ ῥηθεῑσα προέκθεσις ὀκτὼ ῥαψῳδιῶν συγκεφαλαιωτική», Ευστ.). επίρρ... συγκεφαλαιωτικώς και συγκεφαλαιωτικά με… …   Dictionary of Greek

  • συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”